Λιβυκά

Λιβυκά
Λιβυκός
the west bank of the Nile
neut nom/voc/acc pl
Λιβυκά̱ , Λιβυκός
the west bank of the Nile
fem nom/voc/acc dual
Λιβυκά̱ , Λιβυκός
the west bank of the Nile
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λιβυκάς — Λιβυκά̱ς , Λιβυκός the west bank of the Nile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Agroetas — (Gr. polytonic|Ἀγροίτας) was an ancient Greek historian who wrote a work on Scythia (polytonic|Σκυθικά),Citation | last = Mason | first = Charles Peter | author link = | contribution = Agroetas | editor last = Smith | editor first = William |… …   Wikipedia

  • FERA — ab Aeolico φὴρ, pro θὴρ, per excellentiam leo est, apud Sctiptores Arabes, Graeeosqueve, uti docet Sam. Bochart. Hierozoici Parte priore l. 3. c. 1. At apud Septentrionales, Fera, item Fera Regalis, ut in LL. Forestarium Canuti Regis, vulgo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • Αγροίτας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συγγραφέας (3ος – 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν πιθανότατα από τη Κυρήνη. Έγραψε τα Λιβυκά και τα Σκυθικά.Τον αναφέρει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος. 2. Ρήτορας (1ος αι. μ.Χ.). Έζησε στη Ρώμη και ήταν σύγχρονος του Σενέκα …   Dictionary of Greek

  • Ηγησιάναξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Επίκουρου (β’ μισό 4ου – α’ μισό 3ου αι. π.Χ.). 2. Ιστοριογράφος και ποιητής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Διογένη και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της περιοχής της Τροίας. Όπως μας πληροφορεί επιγραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”